Πριν δημιουργήσουν μια υπόγεια αυτοκρατορία διεθνούς βεληκενούς, πριν τρυπώσουν σε εκατομμύρια υπολογιστές ανά τον κόσμο, πριν η σκοτεινή τους επιχείρηση ξεκινήσει να φέρνει ετήσια κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων και πριν καταλήξουν φυγάδες καταζητούμενοι από την Ίντερπολ, ο 54 ετών σήμερα Sam Jain και ο 46χρονος Daniel Sundin δεν ήταν καν τα geeks της διπλανής πόρτας. Κανείς από τους δυο τους δεν ήταν ο μάγος των υπολογιστών ούτε και έκλεβαν πιστωτικές κάρτες χακάροντας με κινηματογραφικές μεθόδους τα μηχανήματα ανυποψίαστων χρηστών.

Αντίθετα, οι δύο άντρες, η γνωριμία των οποίων χρονολογείται κάπου στο 2001, πάντοτε είχαν ένα ιδιαίτερο ταλέντο στο να εκμεταλλεύονται τους φόβους των ανθρώπων για να τους πείθουν να τους δίνουν οι ίδιοι συνειδητά τα χρήματά τους. Οι πρώτες τους κομπίνες εκμεταλλεύονταν τον πανικό που ακολούθησε τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για να πουλήσουν μάσκες που δήθεν προστάτευαν από τους σπόρους άνθρακα, ενώ σε μια άλλη περίπτωση έστησαν online λοταρίες με έπαθλο πράσινες κάρτες για τους μετανάστες που ήθελαν να μπουν στις ΗΠΑ.

Το κόλπο γκρόσο

Το μεγάλο κόλπο όμως ήρθε τον Αύγουστο του 2003, με την επιδημία του Blaster, ενός «σκουληκιού» (worm) που έπληξε εκατοντάδες χιλιάδες υπολογιστές και προκάλεσε πανικό σε χιλιάδες χρήστες. Ήταν τότε που ο Jain και ο Sundin ίδρυσαν την Innovative Marketing Inc. (IMI), μια εταιρεία που εκμεταλλεύτηκε τον φόβο για τους ηλεκτρονικούς ιούς προκειμένου να πουλήσει προγράμματα antivirus.

Κατά σύμπτωση, ο Sundin είχε ήδη δημιουργήσει ένα πρόγραμμα firewall ονόματι Cumputershield, το οποίο δεν ήταν βέβαια τόσο αποτελεσματικό όσο οι αντίστοιχες εφαρμογές που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή στην αγορά, αλλά δεν χρειαζόταν κιόλας να είναι, αφού αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν ο τρόπος προώθησής του.

Αφού πρώτα το μετονόμασε σε WinAntiVirus, η IMI ξεκίνησε να αγοράζει διαφημιστικό χώρο στον οποίο πρόβαλλε διαφημίσεις με τη μορφή popup που εμφάνιζαν ψεύτικες προειδοποιήσεις για προβλήματα στους σκληρούς δίσκους των χρηστών. Εάν δεν είστε υπερβολικά νεαροί, σίγουρα θα θυμόσαστε μηνύματα που σας ειδοποιούσαν ότι ο υπολογιστής σας έχει προσβληθεί από ιούς ή ότι κουβαλάει 284 απειλές τις οποίες μπορείτε να ξεφορτωθείτε αγοράζοντας το πρόγραμμα της IMI ή κατεβάζοντας την δοκιμαστική έκδοση 14 ημερών.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι ειρωνικό: οι χρήστες προκειμένου να προστατευθούν από τους ιούς, εγκαθιστούσαν στους υπολογιστές τους κακόβουλο λογισμικό. Και πλήρωναν, από πάνω, για να το αποκτήσουν.

Η χρυσή περίοδος

Η επιτυχία του όλου εγχειρήματος ήταν τέτοια που σύντομα η IMI έβγαζε 1 εκατομμύριο δολάρια το μήνα και οι δύο ιδρυτές της παραμέρισαν όλες τις άλλες μικροαπάτες τους για να αφοσιωθούν στη νεοσύστατη εταιρεία τους. Σύντομα η IMI απέκτησε γραφεία, υπαλλήλους, τμήματα δημοσίων σχέσων και τηλεφωνικά κέντρα. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει.

Αφού ο πανικός για τον Blaster κάποια στιγμή κόπασε, οι Jain και Sundin έπρεπε να βρουν νέους τρόπους για να προωθήσουν το προϊόν τους. Και αποδείχτηκαν εξαιρετικοί σε αυτό, μετατρέποντας την IMI σε μια μηχανή καινοτόμων πειραματισμών – έστω και σε αυτόν τον σκοτεινό τομέα στον οποίο είχαν επιλέξει να δραστηριοποιηθούν.

Έτσι, σύντομα δημιούργησαν μια ευρεία γκάμα προγραμμάτων, από antivirus και firewalls έως προγράμματα καθαρισμού της registry, που τα προωθούσαν με ονόματα όπως WinFixer, ErrorSafe και DriveCleaner. Δεν ήταν μόνο ότι η ΙΜΙ διαφήμιζε αυτά τα προϊόντα στους υποψήφιους πελάτες της, αλλά και ότι στη συνέχεια διεξήγαγε ενδελεχείς στατιστικές αναλύσεις για να διαπιστώσει ποια μέθοδος προσέγγισης του κοινού ήταν η πιο αποτελεσματική.

Αποτέλεσμα αυτών των μελετών ήταν η μέθοδος του online scanner που έκανε την εμφάνισή του στα μέσα του 2005. Εκεί, ένα popup παράθυρο πρόσφερε στον χρήστη τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει δωρεάν έλεγχο στον σκληρό του δίσκο, που υποτίθεται ότι είχε προσβληθεί από ιούς. Αφού ο δήθεν έλεγχος ολοκληρωνόταν και τα αποτελέσματα ήταν, προφανώς, πάντοτε αρνητικά, ο χρήστης παραπέμπονταν να κατεβάσει το εκάστοτε πρόγραμμα της εταιρείας.

Πέρα από αυτά όμως, οι δύο «επιχειρηματίες» έδιναν μεγάλη σημασία στο που θα εμφανίζονται οι διαφημίσεις τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Sundin πλήρωσε σχεδόν 3 εκατομμύρια δολάρια για να αγοράσει ένα website online γνωριμιών με έδρα στην Κόστα Ρίκα, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα εκατομμύρια των χρηστών του ανά τον κόσμο.

Επίσης, για να αντιμετωπιστούν τα παράπονα των χρηστών, που συνήθως προέρχονταν από το ότι τα προγράμματα antivirus που είχαν ήδη εγκατεστημένα στον υπολογιστή τους επεσήμαναν τα προϊόντα της ΙΜΙ ως κακόβουλο λογισμικό, οι δύο άντρες δημιούργησαν ολόκληρα τμήματα τηλεφωνικής υποστήριξης. Εκεί οι υπάλληλοι απαντούσαν στα αιτήματα των πελατών προτείνοντάς τους συνήθως να απεγκαταστήσουν το άλλο πρόγραμμα, κρατώντας μόνο το δικό τους. Έχοντας άγνοια, φυσικά, του τί πραγματικά συνέβαινε, οι πελάτες έμεναν τελικά ευχαριστημένοι, αφού έβλεπαν πως οι ενοχλήσεις πράγματι σταματούσαν. Άλλωστε, το κατά πόσο τα προγράμματα της ΙΜΙ ήταν αποτελεσματικά ή όχι ήταν κάτι που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να αξιολογήσουν.

Με όλα αυτά, η εταιρεία μεγάλωνε συνεχώς. Στο διάστημα 2004 – 2006 τα ετήσια έσοδά της σκαρφάλωσαν από τα 11 εκ. δολάρια, στα 53 εκατομμύρια. Τον Γενάρη του 2004 τα γραφεία της στην Ουκρανία απασχολούσαν 70 υπαλλήλους, ενώ 4 χρόνια αργότερα, ο αριθμός των εργαζομένων έφτανε τους 600.

Οι πρώτοι μπελάδες, τα εντάλματα και η αναπόφευκτη πτώση

Όταν μια απάτη μεγαλώνει πολύ δεν μπορεί παρά κάποια στιγμή να αποκαλυφθεί (εκτός κι αν προλάβει προηγουμένως να μετασχηματιστεί σε κάτι πιο νομιμοφανές). Στην περίπτωση της ΙΜΙ, οι πρώτοι μπελάδες άρχισαν όταν η Symantec, η γνωστή εταιρεία στην οποία ανήκει το πάλαι ποτέ δημοφιλέστατο Norton Antivirus, κατέθετε μήνυση κατά του Jain με την αιτιολογία πως διανέμει πλαστό λογισμικό. Επίσης, το website που είχαν στήσει στην αρχή της καριέρας τους με το οποίο πουλούσαν ψεύτικες πράσινες κάρτες, είχε τραβήξει κι αυτό το βλέμμα της αμερικανικής δικαιοσύνης ήδη από το 2003, οπότε και το laptop του Jain είχε κατασχεθεί μαζί με μια επιταγή του 1 εκατομμυρίου δολαρίων όταν επιχείρησε να εισέλθει στις ΗΠΑ.

Και οι δύο άρχισαν από νωρίς τα ταξίδια ανά τον κόσμο προκειμένου να αποφύγουν την τσιμπίδα του νόμου. Ο Jain, που προτιμούσε τα θερμά κλίματα, πέρασε από διάφορες πόλεις της Βραζιλίας (αγαπημένος προορισμός σε τέτοιες περιπτώσεις), ενώ ο Sundin μετά από ένα διάστημα παραμονής στον Καναδά επέστρεψε άρον-άρον στη γενέτειρα του, Σουηδία, εγκαταλείποντας στο Βανκούβερ την BMW M3 που είχε μόλις αγοράσει.

Τίποτα από όλα αυτά δεν κατάφερε, ωστόσο, να τους πτοήσει – ούτε ακόμη και το ότι η εταιρεία τους είχε γίνει πλέον ανεπιθύμητη στα μεγάλα διαφημιστικά δίκτυα. Ήταν κάπου μέσα στο 2007 όταν, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, δημιούργησαν μια σειρά από ψεύτικες διαφημιστικές εταιρείες που τοποθέτησαν banners σε δημοφιλείς ιστοχώρους όπως το The Economist, το eHarmony και το Major League Baseball. Οι καταχωρήσεις αυτές περιλάμβαναν κρυφό κώδικα, έτσι ώστε αν κάποιος από την εταιρεία φιλοξενίας των ιστοχώρων τις έλεγχε, έβλεπε μόνο συνηθισμένες, νόμιμες διαφημίσεις. Οι απλοί επισκέπτες, όμως, έβλεπαν προσφορές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και χάπια διαίτης που όταν τις επέλεγαν οδηγούνταν σε σελίδες που πουλούσαν τα προγράμματα της εταιρείας – ή, στην χειρότερη περίπτωση, τα κατέβαζαν αυτόματα χωρίς τη συγκατάθεση του χρήστη.

Η κατάσταση είχε πλέον εξελιχθεί σε ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού, όπου η ΙΜΙ προσπαθούσε συνεχώς να βρει νέους τρόπους για να τροποποιήσει τις εφαρμογές της, ώστε να μένει έξω από τις βάσεις με τις γνωστές απειλές που διατηρούσαν οι μεγάλες εταιρείες ασφαλείας.

Τελικά, η πίεση του νόμου ήταν ολοένα και πιο ασφυκτική, αναγκάζοντας πρώτα τον Jain και μετά και τον Sundin να εξαφανιστούν από προσώπου γης και να βρίσκονται σήμερα στη λίστα των φυγάδων της Ίντερπολ. Ο Sundin λέγεται ότι έχει επιστρέψει στη Σουηδία, όπου η νομοθεσία προστατεύει τους πολίτες από την διεθνή έκδοση, ενώ ο Jain ίσως να βρίσκεται στην Βραζιλία (είπαμε, του αρέσουν τα θερμά κλίματα).

Jain and Sundin, wanted by Interpol

Ο Jack Palladino, ιδιωτικός ντέντεκτιβ και φίλος του Jain, υπερασπίζεται τους δύο άντρες λέγοντας πως δεν ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για τις πιο ακραίες από τις πράξεις τους. Αντίθετα, κατηγορεί συνεργάτες, ενδιάμεσους αλλά και την πίεση που ασκήθηκε πάνω τους από την απότομη ανάπτυξη της επιχείρησης που έστησαν. Θεωρεί μάλιστα πως και οι δυο τους χαράμισαν το ταλέντο τους σε εγκληματικές πράξεις τη στιγμή που θα μπορούσαν να είχαν πετύχει πολλά σε μια νόμιμη δουλειά.

Πράγματι, όσο κατακριτέες κι αν είναι οι πράξεις του Jain και του Sundin, δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς μπροστά στην ευρηματικότητά τους. Χρησιμοποιώντας απλές διαφημίσεις που θα μπορούσε να φτιάξει ο οποιοσδήποτε, κατάφεραν να πουλήσουν προγράμματα των 40 δολαρίων σε εκατομμύρια χρήστες. Περιττό, φυσικά, να αναφέρουμε ότι πάμπολλοι ήταν οι επιτήδειοι που μιμήθηκαν στη συνέχεια το παράδειγμά τους, γεμίζοντας το διαδίκτυο με διαφημίσεις που σήμερα είναι πλέον γνωστές ως scareware.

Πηγή: Wired

 

Αν σας άρεσε το παραπάνω άρθρο, ίσως να βρείτε ενδιαφέρουσα και την ιστορία της κυρίας Rodriguez, που κατάφερε να αναγκάσει την Google να κάνει τροποποιήσεις στον αλγόριθμό της ώστε να πάψει να ευνοεί τους ιστοχώρους που προσελκύουν αρνητική δημοσιότητα.

Παλιό άρθρο Το παραπάνω άρθρο είναι αρκετά παλιό, αφού δημοσιεύτηκε στις 23 Οκτωβρίου 2011. Εάν κάποια από τις πληροφορίες που αναφέρονται σε αυτό δεν ισχύει πια, ενημερώστε με μέσω της φόρμας επικοινωνίας για να το τροποποιήσω.
Γιώργος Σαρηγιαννίδης

Συντάκτης άρθρου: Γιώργος Σαρηγιαννίδης

Ο Γιώργος Σαρηγιαννίδης είναι απόφοιτος του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από το ίδιο τμήμα. Αυτή τη στιγμή εργάζεται ως freelancer σύμβουλος σε έργα διαδικτύου και intranets, με κύρια αντικείμενα την Αρχιτεκτονική της Πληροφορίας, την κατασκευή ιστοσελίδων και την διαχείριση περιεχομένου. Έχει ειδικευτεί στη μελέτη και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό portals, intranets και δικτυακών εφαρμογών, ενώ στο παρελθόν έχει ασχοληθεί και με τη δημοσιογραφία.
Website: http://www.gsarigiannidis.gr Twitter Facebook LinkedIn Google Plus Klout
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ